- παιδισκεῖον
- παιδισκεῖονfor a childneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδισκείον — παιδισκεῑον, τὸ (Α) [παιδίσκη] οίκημα για τις δημόσιες παιδίσκες, πορνείο … Dictionary of Greek
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek